- τριχοίνικος
- -ον, Α1. αυτός που περιέχει ή ισοδυναμεί με τρεις χοίνικες («λαβὼν... εἰς τὴν χεῑρα... τριχοίνικον ἄρτον», Ξεν.)2. (στον Αριστοφ.) (για έπη) σχοινοτενής, μακρός3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριχοίνικονα) μέτρο χωρητικότητας ισοδύναμο με τρεις χοίνικεςβ) (στην Αίγυπτο) φόρος καταβαλλόμενος από τους γεωργούς τού βασιλιά στο βασιλικό ταμείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -χοίνικος (< χοῖνιξ, -ικος), πρβλ. πεντα-χοίνικος].
Dictionary of Greek. 2013.